Το Πλατάνι (ποίημα)

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ (ΕΕΕΛ

Τ Ο   Π Λ Α Τ Α Ν Ι

 

Γράφει η Πόπη Μπαλαμώτη-Σπιτά

Στον ίσκιο του υπεραιωνόβιου πατέρα μου

ταπεινό προσκύνημα

 

α. Ιωβηλαίο

Σ’ ένα ολοσκάλιστο θρονί στο πατρικό μου σπίτι

σεβάσμιος κι αρχοντικός καθόταν ο πατέρας.

Σήμερα κλείνει κατ’ ευχήν ολάκερον αιώνα

ζωής κι όλο το σόι του πέρασε το κατώφλι,

βασταγερός σαν Όλυμπος να του ευχηθεί να ζήσει

και του Αβραάμ τα γηρατειά γαλήνιος ν’ αποκτήσει.

Συγκινημένα βήματα μ’ οδήγησαν κι εμένα

κοντά του και του φίλησα με σεβασμό το χέρι,

άγγιξα τ’ άσπρα του μαλλιά κι όπως μικρό παιδάκι

διπλώθηκα χαδιάρικα πλάι του στη φλοκάτη·

κι αφού τα χέρια σταύρωσα πάνω στα γόνατά του,

έγειρα το κεφάλι μου σ’ αυτά, να τον κοιτάζω.

Κι ω! σαν απίθωσε απαλά το χέρι στα μαλλιά μου,

η θαλπωρή του πλάτανου με την παχιά σκιά του

κι η σιγουράδα του άτρωτου και στιβαρού κορμού του

είδα ν’ απλώνεται παντού, σ’ όλο το σπιτικό μας.

Έτσι τον ένιωθα παιδί κι έτσι τον βλέπω ακόμα

τον γέροντα πατέρα μου, τον ανεμοδαρμένο,

που την πολύπαθη ζωή σύντομα θα ιστορήσω:

β. Το πλατάνι

Πλατάνι ριζοβόλησε στον όχτο του Ληθαίου

ψηλόκορμο και θαλερό, καμάρι της γενιάς του.

Φύτρα λεβέντικης καρδιάς, σκορπούσε τη δροσιά του

με μια ανυπόκριτη στοργή, μ’ άφατη καλοσύνη

κι έφερνε αγέρα θαλπωρής με τα θροΐσματά του.

Ήταν της μάνας του ακριβό του γάμου στερνοπαίδι

και του πατέρα ο καλογιός, στα λόγια μετρημένος.

Τον ήλιο καλημέριζε κι αγάλλιαζεν ο τόπος.

ισκιάδα οι φίλοι γύρευαν κι είχαν γιορτή τ’ αδέρφια.

Σαν έλαμπαν στον ουρανό τ’ άστρα και το φεγγάρι,

οι κοπελιές στοχάζονταν ποια θα τον πρωτοπάρει.

Η Νία στο μπαλκόνι της το βήμα του αγροικούσε

κι η μάνα της το προξενιό στο νου της μελετούσε.

γ. Η Μεγάλη Ιδέα

Πέρασαν χρόνια εισιδυό και ξάφνου ένα δρολάπι

μ’ ορμή κι αχό πολεμικό ξερίζωσε το δέντρο

και το ’φερε στ’ αντικρυνά και δουλωμένα κάστρα.

Είπε μαζί μ’ άλλους πολλούς πως ο μαρμαρωμένος

της Ρωμιοσύνης βασιλιάς ήταν καιρός ν’ αδράξει

απ’ το θηκάρι το σπαθί κι η γη της Μικρασίας

ελληνικά ν’ ανάσαινε, δικιά μας να ’ταν πάλι.

Στης Ιωνίας τις πλαγιές πολέμαγε αντρειωμένα,

με τ’ όραμα της λευτεριάς και πίστη στην Ιδέα,

κόντρα στον προαιώνιο κι αφίλιωτον εχθρό μας.

Στων θρύλων μπήκε τον χορό κι έζησε, απλός στρατιώτης,

με της πατρίδας τ’ όνειρο, τη δίνη του πολέμου,

τη μέθη της παλληκαριάς, τον θρίαμβο της νίκης

και των συντρόφων τον χαμό στης μάχης την αντάρα.

Μ’ ασάλευτο το φρόνημα χτυπιόταν στους ανέμους,

ξεπέρναγε τις θύελλες κι όλο μετακινιόταν

σ’ ανατολή, μες στη φωτιά και την ανεμοζάλη.

Χύθηκε το αίμα ποταμός γι’ αδέρφια σκλαβωμένα

κι είπαν «Χαλάλι κι οι καημοί, χαλάλι κι η θυσία»,

καθώς η γαλανόλευκη στα Ελληνικά μπαλκόνια

κυμάτιζε περήφανη και θέριευε το σθένος

των μαχητών της πίστης μας και της ελευθερίας.

δ. Προς την Άγκυρα

Μα στην Ελλάδα ο διχασμός, τ’ ακοίμητο σαράκι,

σαν πρόβαλε, ροκάνιζε της λευτεριάς το δέντρο

κι όντας το σκάφος έχασε τον άξιο κυβερνήτη,

ανεπαρκείς ηγήτορες κρατούσαν το τιμόνι

κι όδευαν για τα τρίσβαθα τ’ ανήμερου Σιρόκου.

Μα εκεί, καθώς βημάτιζαν στον εσφαλμένο στόχο,

λάβρος τυφώνας ξέσπασε και σάρωσε στους λόφους,

στο Πολατλί, τις επικές ελληνικές δυνάμεις.

Κορμιά πεσμένα καταγής νεκρά ποδοπατιούνταν

κι άλλα βογγούσαν κι έσερναν μέλη πελεκημένα,

χλομά απ’ το αίμα που ’τρεχε ξοπίσω τους ποτάμι.

Ριπή βλημάτων έσκισε με βιάση τον αγέρα

και το πλατάνι θα ’χανε μια κι έξω την κορφή του,

αν σ’ ένα νεροφάγωμα - τι θάμα! - δεν γλιστρούσε.

Κατάκοποι και νηστικοί στα καύματα του Αυγούστου 

την Έρημο την Αλμυρά διαβήκαν φορτωμένοι

και σκόπευαν κυκλωτικά την Άγκυρα να πάρουν,

όπου βογγούσε του Κεμάλ η αφηνιασμένη ανάσα.

Χωρίς νερό και με την άμμο να τρυπά τα μάτια

νίκησαν στο Σιβρί Χισάρ, πέρασαν το ποτάμι

κι έφτασαν στα περίχωρα, μια ανάσα από την πόλη,

μόν΄ η Τουρκιά με τ’ άρματα εξώνητων …Συμμάχων, 

με νιόφερτα μυδράλια των Ρώσων μπολσεβίκων

και με κανόνια και στρατούς ξενόφερτους, στους λόφους

ξάφνιασε κι ενταφίασε της νίκης την ελπίδα.

ε. Τάγμα θανάτου

Ασκέρι γίνηκε ο στρατός, με ξεφτισμένες δάφνες.

άφησε τα χαλάσματα στο ματωμένο χώμα

και στην πατρίδα γύρισε μετρώντας τις θυσίες.

Γι’ ασπίδα του εγκατέλειψε το Τάγμα του θανάτου,

όπου πολέμαγε άτρωτο το λυγερό πλατάνι.

Η πάλη συνεχίστηκε στου χαλασμού τον τόπο

μ’ αχρηστεμένη αρματωσιά και χέρια μαραμένα

απ’ την καταβαράθρωση της Μεγαλο-Ιδέας

και της Συνθήκης των Σεβρών τα ξεσκισμένα ρούχα.

Φριχτά αλυχτούσαν οι εχτροί, σαν λύκοι σε κοπάδι

που μόνο το παράτησαν σ’ άγνωρο βοσκοτόπι

δίχως τσομπάνο κι άγρυπνα μαντρόσκυλα τριγύρω.

Κι όντας το χώμα βόγγηξε πνιγμένο στα κουφάρια,

κρύος ιδρώτας έλουσε των ζωντανών τη ράχη.

στ. Αιχμαλωσία

Κύμα αχαλίνωτης Τουρκιάς έζωσε, δίχως οίκτο,

ανταριασμένα τα κορμιά προς την αιχμαλωσία.

Το γέλιο τους στα χάλαρα σατανικό αντηχούσε,

σαν έσπρωχναν ουρλιάζοντας γυμνούς δεμένους άντρες

προς τον χαμό, με πρόστυχες κουβέντες δίχως σέβας

στον άνθρωπο ή, αντίς γι’ αυτόν, στις Διεθνείς Συνθήκες.

Σκηνές Ταρτάρων Δαντικές σ’ ατέλειωτες πορείες

σε τόπους αφιλόξενους και σ’ εχθρικά λημέρια

τσάκιζαν το φιλότιμο, ράγιζαν την καρδιά τους.

Μ’ απελπισιά θανατερή γραμμένη στη ματιά τους

μ’ ένα κουρέλι ανάλλαγο ζώνονταν ως το γόνα,

παλεύοντας μόνον μ’ αυτό να κρύψουν τ’ αχαμνά τους.

Στου Σίσυφου τ’ αγγάρεμα και σε Ταντάλεια πάθη

έχαναν πίστη κι αντοχές κι άφηναν την πνοή τους

πάνω σε πλάκες παγερές, που ξάπλωναν αντάμα,

μήπως τα χνώτα τους ζεστάνουν τ’ άμοιρο κορμί τους.

ζ. Αναρωτιέμαι

Ποιά δύναμη προφύλαξε το νεαρό πλατάνι,

Θε μου, και βγήκε ζωντανό από την αιχμαλωσία;

Ήταν τ’ ανθεχτικό σκαρί στην άνοιξη της νιότης,

οι στέρεες οι ρίζες του, τα δουλεμένα μέλη;

Ήταν της μάνας τα πικρά ποτάμια των δακρύων,

του κύρη του τα τάματα στις εκκλησιές του τόπου,

των αδελφών οι προσευχές κι η προσμονή της Νίας,

που ατόφιο κι ολοζώντανο τον είδε στ’ όνειρό της,

για από τις μοίρες η Κλωθώ ξεχάστηκε να κλώθει

στην κούνια εφτά μερόνυχτα το νήμα της ζωής του;

Νεκρό τον είχαν στα χαρτιά, μα χτύπαγε η καρδιά του

κι ας κουβαλούσε ολημερίς την πέτρα απ’ τα νταμάρια

της Καισαρείας, με τροφή μια στάλα μαυροζούμι.

η. Η ανταλλαγή

Ήρθε μια μέρα που άνοιξαν οι μοίρες τα κιτάπια

και μέτρησαν, σαν τα κουκιά, δυο στοίβες αιχμαλώτων.

Λες έμποροι παληού καιρού, ζύγισαν στην παλάντζα

από τη μια Τούρκους ζεστά ντυμένους και θρεμμένους

κι από την άλλη σκελετούς Ελλήνων κουρελήδων.

Απορημένο ανάμεσα στεκόταν το πλατάνι

κι αναρωτιόταν πώς μετριέται της ζωής το βάρος.

Πόση στη γης η αλυπησιά, σαν κάποιοι αποφασίσουν,

από ταμάχι αφύσικο κι από φιλοδοξία,

να σφάξουν μπροσταρόκριγιους και πληθυσμούς αμάχων!

Κι όμως ως Ατατούρκ τιμούν τον άγριο μακελάρη,

που αναίτια ξεκλήρισε το γένος των Ποντίων,

που χιλιετίες πρόκοβε στις πατρικές εστίες.

Και, σαν η Ελλάδα κίνησε να σώσει τα παιδιά της,

οι «φίλοι», με προσποιητή πολιτισμού φενάκη,

σαν τα κοράκια, οι μίσθαρνοι, δέχτηκαν των εχθρών μας

τους θησαυρούς κι ούτε, μαθές, τον άγριο λογαριάσαν

διωγμό προσφύγων άμαχων στης Σμύρνης το λιμάνι

μηδέ τη βαρβαρότητα σε τρώγλες αιχμαλώτων.

θ. Επιστροφή

Με μια μαούνα, κουρελή τον έφερες πατρίδα,

για καραντίνα σ’ έρημες αχτές της Σαλαμίνας,

δίχως στοργή και μια καλή κουβέντα για τα πάθια.

Μόν’ μια φανέλα, ένα βρακί κι ένα ψωμί καρβέλι

του ’δωσες παραμάσχαλα κι «άει στο καλό, παιδί μου»,

λες και θα κόστιζαν φλουριά τα πρέποντα τα λόγια.

Ύπνος βαθύς το τύλιξε στου τραίνου το σανίδι,

σαν δεν το τρόμαζε άλλο πια του βούρδουλα η φοβέρα.

κι όθε η σειρήνα σφύριξε με ρότα για τον κάμπο,

τότε μονάχα φώτισε μια ελπίδα τη ματιά του,

τ’ είδε να πρασινίζει η γης σε γνώριμα λημέρια.

ι. «Χριστός ανέστη»

Πώς να ιστορήσω της καρδιάς το τρέμουλο, σαν είδε

η μάνα ξάφνου το παιδί, που το ’χε ξεγραμμένο,

και πώς ο γιος που ανέλπιστα βρήκε την αγκαλιά της!

«Γιε μου», ψέλλισε ξέπνογα - λες κι είδε φάντασμά του -

και τον πασπάτευε μην ήταν όνειρο κι απάτη.

«Ζεις, γιόκα μου, λεβέντη μου» ξανάπε κι απ’ το κλάμα

δεν μπόραγε άλλο να του πει, μόν’ έτρεχε το δάκρυ

κρουνός, σα να της ξέπλενε του μισεμού του τ’ άγχη.

Κι εκείνος «Μάνα μου γλυκειά!» της φίλησε το χέρι,

γονάτισε και χώθηκε παιδί στην αγκαλιά της.

Εκεί τους βρήκε ο κύρης του κι είπε «Χριστός ανέστη!»

κι όρισε να σφαχτεί τ’ αρνί, που το ’χε φυλαμένο,

γιατί ’χε πίστη ασάλευτη στο τάμα τ’ αη-Γιώργη.

κ. Χαρμολύπη

Σαν χόρτασε ζεστό φαΐ, κανάκεμα κι αγάπη,

λες ζωντανό απ’ τον κάματο πλάγιασε αποσταμένο,

τι το τυράγνησε άσπλαχνα τ’ αφεντικού το πείσμα.

Είχε αλετρίσει αμέτρητα μονάχο χερσοτόπια

κι όθε το υνί του σκάλωνε, δεχόταν στα καπούλια

της κτηνωδίας τη βιτσιά, την προστυχιά της ύβρης.

Έκλαιγε η μάνα από χαρά κι όλο σταυροκοπιόταν

και χάιδευε - δόξα ο Θεός! - τ’ αφρόντιστα μαλλιά του,

που τα ’χε αγριέψει ο πόλεμος και του χαμού η φοβέρα.

Αξύπνητο κοιμήθηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες

κι, ως άνοιξε τα μάτια του, είδε να τον κοιτάνε

οι συγγενείς και φίλοι του κι όλους μαζί τους πήρε

βουβό ένα κλάμα ανάμιχτο πόνου και χαρμολύπης,

σαν τον αντίκρυσαν λιγνό της λεβεντιάς κουρέλι.

Μα με του κάμπου την πνοή, το νάμα του Ληθαίου

και με τους θρεπτικούς χυμούς της πλούσιας νύμφης Τρίκκης

πήρε τ’ απάνω κι έγειανε το λυγερό κορμί του

κι άπλωσε στα κλωνάρια του τα πλατανόφυλλά του.

λ. Λάχεση

Η Λάχεση τον έταξε χρόνια εκατό να ζήσει

πλάι σε τρυφερόκαρδη κυρά και μετρημένη,

που τον συντρόφεψε πιστά, μ’ αγάπη τον τιμούσε

σαν δυοσμαρίνι στη χαρά, στα βάσανα αντιστύλι.

Ζούσαν οι δυο τους ταιριαστά κι ευτύχησαν να δούνε

έξι παιδιά, που βλάστησαν εννιά τα πρώτα εγγόνια

κι ως τώρα οχτώ δισέγγονα κι ακόμα ποιός το ξέρει

πόσα θα γίνουν, σαν θα μπει κι ο δεύτερος αιώνας

της ζήσης του της μακρινής, που ανιστορούσε πίκρες,

χαρές, λαχτάρες κι όνειρα κι απελπισιά και φρίκη

ξανά και πάλι απ’ την αρχή στα νύχια των πολέμων,

που μάτωσαν τον τόπο μας στον εικοστόν αιώνα!

μ. Οι θύμησες

Θύμησες γλυκομίλητες, μνήμες μαυροντυμένες,

όλες κλωθογυρίζουνε στο νου σου, πλάτανέ μας,

που τίναζες τα κλώνια σου κι αγκάλιαζες με θέρμη

παιδιά σου, εγγόνια, συγγενείς, φίλους και συντοπίτες

και τους συνάρπαζες κοντά στης εκκλησιάς τον γύρο.

Καθότανε στις ρίζες σου σε κύκλο και γροικούσαν

ήχους πολέμων κοντινούς μα πιότερο τους κρότους

τους μακρινούς, που σφράγισαν το χάραμα της νιότης.

Τα πάθια σου με τη σειρά το ’να μετά από τ’ άλλο

τα διηγιόσουν ήρεμος με στοχασμένο λόγο.

Μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια τους σε πρόσεχαν κι ακόμα

σ’ ακούν μικρά παιδιά, μεσάρηδες και γέροι,

όντας σε παίρνει η θύμηση και ξαναζωντανεύεις

μέρες που ο πόνος έχωνε τη λάμα ως το μεδούλι.

ν. Ο ίσκιος σου

Γλυκός μ’ αγγίζει ο ίσκιος σου, πατέρα πλάτανέ μου.

Δροσιά χάρισες σ’ όλους μας και μας καλοκαρδίζεις

απλόχερα και τρυφερά με το ζεστό σου γέλιο

και τ’ αγιασμένο χάδι που σκορπάει το θρόισμά σου.

Το αστέρευτο κουράγιο σου παράδειγμα θα μείνει,

φάρος στον δρόμο της ζωής κι απαντοχή κι ελπίδα,

που ψιθυρίζει στοργικά πως πίσω απ’ το δρολάπι

λακίζουν τ’ αστραπόβροντα κι η αυγή στον ήλιο λάμπει.

Τα λόγια σου σαν φυλαχτό τα κρύβω στην ψυχή μου

κι η παρουσία σου ζεστά την ύπαρξή μου σκέπει.

Με περηφάνεια σε κοιτώ και πλέρια ευγνωμοσύνη,

που ’χω την τύχη να ’σαι συ, πλατάνι μου, ο γονιός μου.

Μα κάποιος φόβος ξαφνικά θολώνει τη χαρά μου,

βουρκώνουνε τα μάτια μου, γι’ αυτό, παρακαλώ σε,

ξελόγιασε τη Άτροπο με τη γλυκομιλιά σου

να την μπερδέψει η αγερασιά, να βάλει με το νου της

πως είσαι νιος στη σκέψη σου και χρόνια να σ’ αφήσει

πολλά να ζεις ειρηνικά και στέρεα να στέκεις

στ’ ανθεκτικό σου το κορμί το δεινοπαθημένο,

πλατάνι μου βαθύσκιωτο, πατέρα αγαπημένε.

 

Ένα ποίημα για τον πατέρα μου, ο οποίος πολεμούσε τους Τούρκους

επί τρία χρόνια και έζησε τα δεινά της αιχμαλωσίας άλλα δύο χρόνια

στα "αμελέ ταμπουρού" Κεμαλικής θηριωδίας