Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Συνταγματάρχης ε.α.

Με πολλούς τρόπους που γίνανε μετά συνήθειες προσπαθούσε ο άνθρωπος την παλιά εποχή να εξασφαλίζει με κόπους την διαβίωσή του προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή που του είχε χαρίσει η θεία δύναμης και στη συνέχεια να την κληρονομήσουν αυτοί που θα έρχονται να ζήσουν σε αυτήν.

Όλες αυτές οι δοκιμασίες που χρησιμοποίησε επί πολλά χρόνια τώρα περνούν από τη σκέψη των σημερινών ηλικιωμένων και τις διηγούνται δια λόγων ή γραπτώς για όσους είχανε την τύχη να μην τις έχουν βιώσει από όταν είχανε έρθει στη ζωή και δεν τις γνωρίζουν.

Πολλοί από αυτούς απορούν και απαντούν όταν τις ακούνε ή όταν τις διαβάζουν και λένε: Μα είναι δυνατόν να υπήρχανε τόσες πολλές στερήσεις στους ανθρώπους την παλιά εποχή; Και απαντούν ότι πρέπει να μας πιστέψουν οι νέοι μας και ότι δεν είναι όνειρά μας αλλά είναι όλα αλήθεια γιατί εμείς τα έχουμε ζήσει και δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε καθότι όλα έχουν μείνει αθεράπευτες πληγές στο σώμα μας.

Επιβάλλεται να αναφερθούμε για μια από αυτές που είναι σπουδαία για την εποχή μας συνήθεια που την πληροφορηθήκαμε πρόσφατα από ηλικιωμένο που κατοικεί στην πόλη μας η οποία πηγάζει από πριν αιώνες από την εποχή που ήτανε ακόμα στη γη ο Ιησούς Χριστός για την οποία και ο Απόστολος Παύλος είχε αναφερθεί ότι: «Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Δηλαδή, όποιος δεν θέλει να εργαστεί δεν πρέπει να του προσφέρουμε φαγητό με τη μόνη εξαίρεση τους αρρώστους, τους υπερήλικες και τα πολύ μικρά παιδιά. Αυτό που εννοεί είναι ότι αυτός που εργάζεται έχει προσφέρει εργασία και αποκτά το δικαίωμα να του προσφέρουν φαγητό ενώ αυτός που δεν εργάζεται του στερούν αυτό.

Πρέπει να πούμε ότι αυτή η συνήθεια ανάγκαζε τον άνθρωπο την παλιά εποχή να εργάζεται για να έχει το δικαίωμα της διατροφής του.

Οπότε αυτός που απόφευγε την εργασία δεν καθότανε στο τραπέζι όταν τρώγανε οι εργαζόμενοι. Αλλά και συγχρόνως γινότανε εργατικοί από μικροί και όταν κάνανε δική τους οικογένεια δεν πεινούσε. Όταν μεγαλώνανε καταλαβαίνανε ότι αυτή η αυστηρότητα τους ωφελούσε.

Προς τούτο και η εκκλησία είχε με ενδιαφέρον αναλάβει να διδάσκει συχνά στις ακολουθίες που εκτελούσε και βοηθούσε την οικογένεια στον αγώνα της διαβίωσής της.

Ευτυχώς που έχουμε στη διάθεσή μας ένα ηλικιωμένο 93 ετών που η καταγωγή των γονέων του ήτανε από τη χαμένη πατρίδα τους τη Μ. Ασία και πρόθυμα δέχθηκε να μας επιβεβαιώσει όλα τα παραπάνω για την συνήθεια: ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω: που έχει και αυτή την ίδια καταγωγή που την εφαρμόζανε με κάθε λεπτομέρεια όταν ήρθανε στο τόπο μας ύστερα από τον πόλεμο. Και μας είπε: Εγώ γεννήθηκα το 1928 και θυμούμαι από τα πέντε μου χρόνια όλα όσα έζησα μαζί με την οικογένειά μου. Άμα δεν έβρεχε και δεν είχαμε σχολείο πηγαίναμε όλοι μαζί στα χωράφια για αγροτικές δουλειές περισσότερο και λιγότερο στα λίγα ζώα που είχαμε. Έπεφτε πολλή δουλειά από όλους μας για να εξασφαλίσουμε τα πιο απαραίτητα προϊόντα για τη διατροφή μας όπως: καρπούς για το ψωμί, στις ελιές για το λάδι, όλα τα όσπρια και όλα τα λαχανικά. Από τα πρόβατα: το γάλα, το τυρί, γιαούρτι, το κρέας, τα μαλλιά για να μας πλέκει η μάνα πουλόβερ, φανέλες, κάλτσες, σκούφους και για τον αργαλειό για κουβέρτες. Επίσης και την κοπριά: για το περιβόλι και στα δέντρα κυρίως της ελιάς.

Φεύγαμε το πρωί και γυρίζαμε το βράδυ. Το μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί σε μια άκρη του χωραφιού. Ρολόγια τότε δεν είχαμε δει ποτέ. Η ώρα της εργασίας άρχιζε την ανατολή και τελείωνε τη δύση. Έτσι φεύγαμε με το χάραμα και γυρίζαμε μόλις σκοτείνιαζε!

Η μάνα μας είπε ήτανε πολύ αυστηρή: όποιος από τα αδέλφια μου δεν δούλευε τον έπιανε με το χέρι της από το αυτί του και του έλεγε: σκύψε γρήγορα να δουλεύεις γιατί το βράδυ δεν θα φας φαγητό και θα κοιμηθείς νηστικός. Μια φορά ο μικρός αδελφός μας δεν μάζευε ελιές ίσως να είχε κουραστεί και είχε πάει στη ρίζα μιας άλλης ελιάς και ξάπλωσε.

Η μάνα τον φώναξε και ήρθε. Μετά μας είπε: βάλτε όλοι τα δυνατά σας να τελειώσουμε όλα αυτά τα δέντρα σήμερα και αύριο που δεν θα έρθουμε θα σας κάνω να φάτε τηγανίτες με πετιμέζι. Έτσι την ακούσαμε, κάναμε γρήγορα και τελειώσαμε. Την άλλη μέρα δεν πήγαμε πουθενά μόνο παίζαμε στην αυλή. Μια στιγμή ακούμε τη μάνα να μας λέει: να περάσετε μέσα στο τραπέζι να φάτε τις τηγανίτες που σας έταξα. Τότε καταλάβαμε ότι η μάνα μας αγαπούσε και μας φώναζε να δουλεύουμε για να μην γίνουμε τεμπέληδες. Μπορώ να πω ότι αυτή η αυστηρότητα ήτανε η αφορμή να γίνουμε όλοι μας εργατικοί. Και τώρα που είμαστε συνταξιούχοι και μεγάλοι μας έχει μείνει αυτή η εργατικότητα και πηγαίνουμε ακόμα στις ελιές μας για λίγη εργασία να περνούμε την ώρα μας και συγχρόνως θυμούμαστε αυτά που βιώσαμε τα παιδικά μας χρόνια.

Στη συνέχεια η εμφάνιση των διαφόρων μέσων στις εργασίες τους προχωρούσανε χαρούμενοι για τη νέα τους ζωή που επιθυμούσανε πριν από πολλά χρόνια χωρίς βέβαια να φεύγουν από τη σκέψη τους τα όσα στερηθήκανε οι πρόγονοί τους και οι ίδιοι.

Σήμερα αυτή τη συνήθεια από όταν ο άνθρωπος έφθασε στην πρόοδο έχει σταματήσει σχεδόν να αναφέρεται από την οικογένεια και από την εκκλησία. Επίσης καμιά διάκριση δεν γίνεται. Όλοι εστιάζονται όταν εργαστούν ή όχι. Τα επαγγέλματα του αγρότη και του κτηνοτρόφου εκτελούνται με τα νέα μέσα που έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο άνθρωπος και δεν έχουν τη βαριά κόπωση της παλιάς εποχής που τα είχανε στερηθεί αυτοί που τα εκτελούσανε. Έτσι οι σημερινοί μας νέοι τα βρήκανε όλα έτοιμα και δεν χρειάζεται να εργάζονται όπως το απαιτούσε η παλιά συνήθεια στην εφαρμογή της και αδιαφορούν. Τώρα το λόγο έχουν τα επαγγέλματα και τα γράμματα χωρίς να έχει την συμμέτοχη της η συνήθεια.

Μπορούμε όμως να πούμε ότι η παλιά συνήθεια «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» έχει συγγένεια και με την παροιμία: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Τον λόγο έχει πάλι η οικογένεια που συμβουλεύει τα παιδιά της να μάθουν από μικρά ένα επάγγελμα ή γράμματα για να εξασφαλίσουν ένα καλό μέλλον για να μην στερηθεί την διατροφή η οικογένειά τους.