"Κεντρική ομιλία στην εκδήλωση "Μικρά Ασία Χαίρε", που πραγματοποιήθηκε την 30 Ιουλίου 2022 στο Ευρυπίδειο Θέατρο της Σαλαμίνος, με χρηματοδότηση της ΕΑΑΣ και της Περιφέρειας Αττικής και με συνδιοργάνωση της ΕΑΑΣ/Παραρτήματος Σαλαμίνος, της Ένωσης Βουρλιω

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Συντάκτης
Ιδιότητα
Αξκός (ΠΖ) εα, Πρόεδρος της Ενωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας.

"Κεντρική ομιλία στην εκδήλωση "Μικρά Ασία Χαίρε", που πραγματοποιήθηκε την 30 Ιουλίου 2022 στο Ευρυπίδειο Θέατρο της Σαλαμίνος, με χρηματοδότηση της ΕΑΑΣ και της Περιφέρειας Αττικής και με συνδιοργάνωση της ΕΑΑΣ/Παραρτήματος Σαλαμίνος, της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας και της ιστοσελίδας "Σαλαμινίων Βήμα".

1922-2022. Εκατό χρόνια μνήμης από τη

Μικρασιατική Καταστροφή

Φώτιος Καραλής, Αξκός (ΠΖ) εα

Πρόεδρος της Ενωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας.

18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2022

 

Λέγοντας Μικρασιατική Καταστροφή ο λαός μας εννοεί το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας που σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Άμεσες συνέπειες ήταν η απομάκρυνση της Ελληνικής Διοίκησης από τη Σμύρνη, η υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού και ο ξεριζωμός. Η Γενοκτονία του Ελληνικού πληθυσμού από τη γη της Ιωνίας. Εκατό χρόνια μετά, το τραύμα δεν έχει κλείσει ακόμα.

Αύγουστος 1922

Ω! εκείνο τον καταραμένο Αύγουστο. Τότε που οι ζωντανοί ζήλεψαν τους νεκρούς. Η μεγαλύτερη πανωλεθρία του Ελληνισμού τερμάτισε τη μακραίωνη παρουσία του στην Ιωνία και άλλαξε την πορεία του, για πάντοτε.

Στο τέλος του καλοκαιριού το 1922, ο Ελληνικός Στρατός είχε καταρρεύσει στα βάθη της Ανατολίας και υποχωρούσε άτακτα προς τα μικρασιατικά παράλια, με τις δυνάμεις του Κεμάλ να τον ακολουθούν ακάθεκτες. Όταν οι πρώτοι κουρελιασμένοι Ελληνες στρατιώτες με τους πρώτους πρόσφυγες από την ενδοχώρα έφτασαν στη Σμύρνη, στα τέλη του Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο), οι κάτοικοι έδειξαν τα πρώτα σημάδια πανικού. Κάποιοι πίστευαν ότι ο ελληνικός στρατός θα δημιουργούσε μια ασφαλή ζώνη περιμετρικά της Σμύρνης, ώστε να διευκολύνει τον χριστιανικό πληθυσμό να καταφύγει στα ελληνικά νησιά.

Φευ! Επλανήθηκαν πλάνην οικτρά και πεπλανημένη.

Τις δύο πρώτες μέρες η βία περιοριζόταν στην αρμενική συνοικία. Πολλά από τα κέντρα ψυχαγωγίας στην προκυμαία παρέμεναν ανοιχτά. Όταν η βία εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Σμύρνη και όταν και οι πλέον αισιόδοξοι συνειδητοποίησαν τη μοίρα τους, ήταν πλέον αργά. Tην Τετάρτη 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1922, λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό, η Μίννι Μιλς, μια Αμερικανίδα που ζούσε στη Σμύρνη, έριξε μια ματιά από το παράθυρό της και πρόσεξε ότι ένα από τα γειτονικά κτίρια είχε πιάσει φωτιά. Κοίταξε καλύτερα και σοκαρίστηκε, όταν είδε έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σε ένα δεύτερο κτίριο με μικρούς τενεκέδες πετρελαίου. «Μέσα σε λίγα λεπτά, » έγραψε αργότερα, «το σπίτι τυλίχθηκε στις φλόγες».

Η δεσποινίς Μιλς δεν ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη, που είδε το ξέσπασμα της φωτιάς, εκείνη τη μοιραία μέρα του Σεπτεμβρίου. Αρκετοί από τους συναδέλφους της στο Αμερικανικό Κολεγιακό Ινστιτούτο της πόλης παρακολουθούσαν με ορθάνοιχτα μάτια Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε κτίρια, να τα καταβρέχουν με πετρέλαιο και να τους βάζουν φωτιά. Δεκάδες μικρές φωτιές δεν άργησαν να γίνουν μία τεράστια πυρκαγιά. Με έναν ισχυρό άνεμο που φυσούσε από τη στεριά εξαπλώθηκε ταχύτατα στις διάφορες συνοικίες, μέχρις ότου μεγάλο μέρος της πόλης παραδόθηκε στην κόλαση της φωτιάς. Η μοναδική περιοχή που γλίτωσε -λόγω του ανέμου- ήταν η τουρκική συνοικία.

Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Ανατολίας είχαν συρρεύσει στην πόλη μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της χώρας. Αυτοί οι πρόσφυγες αναζητούσαν προστασία από τον τουρκικό, εθνικιστικό στρατό του Μουσταφά Κεμάλ, βέβαιοι, ότι οι δυνάμεις του δεν θα τολμούσαν ποτέ να εισέλθουν στη Σμύρνη. Στο κάτω-κάτω, εικοσιένα συμμαχικά θωρηκτά ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο.

Η πυρπόληση και η καταστροφή της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922, ήταν το τελευταίο από μια σειρά τραγικών γεγονότων που οδήγησαν στην έξωση και τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία.

Στα μέσα Αυγούστου 1922, με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ, άρχισε και η αναχώρηση μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, από τις πόλεις και τα χωριά του εσωτερικού. Η καθημερινή άφιξη τρένων που μετέφεραν τα υπολείμματα του στρατού και δεκάδες πρόσφυγες στην πόλη της Σμύρνης, οι διηγήσεις και οι φήμες για την κατάρρευση του μετώπου, μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του τοπικού πληθυσμού, ενώ οι φανερές πια προετοιμασίες της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης για αναχώρηση δεν άφηναν σε αυτούς που μπορούσαν να δουν τη παραμικρή αμφιβολία για την κατοπινή εξέλιξη των γεγονότων.

Από τις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου, οι χιλιάδες των προσφύγων, Ελληνες και Αρμένιοι και Ασσύριοι, κατέκλυζαν όλο το μήκος της προκυμαίας της Σμύρνης, περιμένοντας πλοία για να τους μεταφέρουν στα γειτονικά ελληνικά νησιά.

Μάταια όμως.

Με την αναχώρηση των ελληνικών αρχών στις 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου, η αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική Σμύρνη είχε αρχίσει. Την επόμενη μέρα, οι πρώτοι Τούρκοι ιππείς μπήκαν στην πόλη. Αργότερα, έφτασε ο νέος στρατιωτικός διοικητής της πόλης Νουρεντίν πασάς. Με προκήρυξη απαγόρευε την κυκλοφορία των κατοίκων μετά τις 7 το βράδυ και δήλωνε ότι η τιμή, η ζωή και η περιουσία των κατοίκων θα τύχαιναν σεβασμού. Παρά τις καθησυχαστικές διαταγές του Νουρεντίν, οι λεηλασίες καταστημάτων και σπιτιών, οι αρπαγές γυναικών και οι φόνοι που είχαν ήδη αρχίσει από την προηγούμενη, συνεχίζονταν σε εντονότερο βαθμό.

Οι τουρκικοί πανηγυρισμοί κορυφώθηκαν με την είσοδο του Μουσταφά Κεμάλ και του επιτελείου του στην πόλη, στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου. Την ίδια μέρα μαρτύρισε και θανατώθηκε από τον τουρκικό όχλο ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ως ένοχος εσχάτης προδοσίας, επειδή «ως Οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής».

Η κορύφωση του δράματος φτάνει στις 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου, με την έκρηξη της πυρκαγιάς στην αρμενική συνοικία. Καίγονται το αρμενικό νοσοκομείο, η αρμενική μητρόπολη και η αρμενική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί. Ταυτόχρονα, νέες πυρκαγιές αρχίζουν στις ελληνικές συνοικίες που, με λίγες εξαιρέσεις, καταστρέφουν στο σύνολό τους μαζί με όλα τα ελληνικά εμπορικά καταστήματα, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξένα προξενεία και τράπεζες.

Όσα κτίρια δεν ήταν, από την κατασκευή τους, δυνατό να πυρποληθούν, καταστρέφονται με βόμβες. Με τον τρόπο αυτό καταστράφηκαν το γαλλικό προξενείο, το θέατρο της Σμύρνης, το ξενοδοχείο Kraemer Palace , η ελληνική λέσχη και άλλα κτίρια που στόλιζαν την παραλία της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι ανάμεσα στα πρώτα κτίρια που χάθηκαν από τη φωτιά ήταν ο πυροσβεστικός σταθμός της Σμύρνης, ενώ απομονώθηκαν με επιμέλεια οι υδαταγωγοί Χαλκά Βουνάρ, που χρησίμευαν για την ύδρευση της πόλης και την κατάσβεση των πυρκαγιών. Ετσι, με λίγες εξαιρέσεις, αποτεφρώθηκε ολόκληρη σχεδόν η πόλη της Σμύρνης, εκτός από την τουρκική και την εβραϊκή συνοικία, το τελωνείο και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που μεταβλήθηκε σε τηλεγραφείο και ταχυδρομείο για τις ανάγκες της τουρκικής κατοχής.

Η Daily Telegraph της 3ης/16ης Σεπτεμβρίου σημείωνε: «Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει … Το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εκεί μια για πάντα … Δεν μένει καμία αμφιβολία για τα αίτια της πυρκαγιάς … Τον δαυλό τον άναψαν στρατιώτες του τουρκικού στρατού». Η πυρκαγιά συνεχίστηκε ως τις 04/17 Σεπτεμβρίου.

Οι σφαγές των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στη Σμύρνη, George Horton, να γράψει:». Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος!».

Πιο πέρα, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από τα τέλη του 18ου αιώνα, ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλατσάτων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους.

Όταν μετά τις 15 Αυγούστου 1922 (π.η.) άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι Ελληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς το Τσεσμέ για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο

Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων».

Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της. Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Πράγματι, οι Ελληνες τήρησαν τη συμφωνία. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Πίστεψαν πως το ίδιο θα έκαναν και οι Τούρκοι των Βουρλών, όταν ερχόντουσαν οι δικοί τους. Ακόμη και εκείνοι, που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας (τα Αιγκλαιζονήσια), επέστρεψαν στα σπίτια τους. Δυστυχώς, εγελάστηκαν. Οι Τούρκοι των Βουρλών δεν τήρησαν τη συμφωνία.

Όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «Επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .

Το Σάββατο, 27 Αυγούστου 1922/09 Σεπτεμβρίου, στις 10:30 το πρωί, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη.

Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτους στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους:« …Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν». Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».

Το απόγευμα της Κυριακής, 28 Αυγούστου 1922/10 Σεπτεμβρίου, πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα . Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε απ΄τους Βαλκανικούς πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία.

«Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα». Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν. «Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήκον σας. Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πώς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;». Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή κι έφυγε, κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου. Έφυγε, αλλά δε μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του. «Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;», ακούστηκε να ψιθυρίζει.

Στις 29 Αυγούστου 1922 (π.η.), μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά.

Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 (π.η.), τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες.

«Φωτιά! Καιγόμαστε!».

Το πρωί του Σαββάτου, Τούρκοι έβαλαν φωτιά, ρίχνοντας πολλούς τενεκέδες πετρέλαιο στην Αναξαγόρειο Σχολή και στην εκκλησία της Παναγιάς. Η φωτιά όλο και δυνάμωνε. Οι κεντρικές χριστιανικές συνοικίες, γύρω στην Παναγία, στον Άη-Γιώργη και πιο μέσα καήκανε εντελώς. Η μαύρη νύχτα ξεκίνησε. Η αρχή του τέλους των ελληνικών Βουρλών στη κορύφωσή της …

Το 1922 σήμανε το τέλος των Βουρλών, με μια απέραντη φωτιά, βαλτή από τους Τούρκους, που σάρωσε εκκλησίες, σχολεία, μαγαζιά και σπίτια. Οι νεαροί Βουρλιώτες έλειπαν, για να αμυνθούν τον τόπο τους, εθελοντές ή στρατευμένοι, στον Ελληνικό Στρατό. Άλλοι Μακεδονία – Θράκη, άλλοι στο Μικρασιατικό Μέτωπο.

Εκτός από το φριχτό θέαμα της φωτιάς, οι Τσέτες αιχμαλώτιζαν τους υπόλοιπους άντρες, σφάζανε, ατίμαζαν κοπέλες και γυναίκες. Οι γέροι, οι άρρωστοι και τα παιδιά να περάσουν απερίγραπτα μαρτύρια και να πεθαίνουν από τις κακουχίες. Όσων το ριζικό τους έμελλε να ζήσουν, ήρθαν στην Ελλάδα, κακήν –κακώς, με την «ψυχή στο στόμα». Ξερριζώθηκαν από τα χώματα της πατρίδας τους, της Μικρασίας, που, αιώνες πριν, ήταν Ελληνικά, αρχίζοντας από το μηδέν, μια άλλη δύσκολη ζωή.

Την τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών. Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του.

Ήταν περίπου 11. 000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός, όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό, είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.

Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1. 000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10. 000) σώθηκαν περίπου 2. 000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.

Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.

Έτσι, τρία χρόνια, τρεις μήνες, και τρεις εβδομάδες, περίπου, από την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στο λιμάνι της Σμύρνης στις 2 ή 15 Μαΐου 1919, κατέρρεε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας συμπαρασύροντας ενάμισι εκατομμύριο Μικρασιάτες στον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.

Τώρα πιά, οι ματωμένες μνήμες μας, οι ιωνικές μας νύχτες, η παράδοση και οι ελληνικές μας αντοχές θα νικούν το χρόνο.

 

Ας μη ξεχνάμε, παράδοση δεν είναι η διατήρηση της στάχτης, αλλά η μεταφορά της φλόγας.

Γι αυτό ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί, έστω και τώρα, εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή να δημιουργηθεί έδρα Μικρασιατικών σπουδών σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο.

«Πάγιο και διαρκές αίτημα η άμεση ίδρυση έδρας Μικρασιατικών σπουδών σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο».

ΕΝΩΣΗ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ