Ποίημα "Λάβα Εθνεγερσίας"

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Φιλόλογος, ποιήτρια, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΕΛ)

Ορφανεμένη απ’ όνειρα, με τον χαλκά στο σβέρκο,

σε κύλισε, Πατρίδα μου, η στρόφιγγα του χρόνου

σε σκοτεινούς λαβύρινθους στυγνής κυριαρχίας.

Σε ξένη χλόη μπόλιασες το αρχαίο μεγαλείο,

μα την ψυχή σου αδούλωτη με θούριους κρατούσες

κι όρκος αμεταγύριστος των Φιλικών ολούθε

άναβε σπίθες λευτεριάς σε κάθε μετερίζι.

Δεν κιότευαν οι ελπίδες σου, γιατί στα σωθικά σου

κόχλαζε λάβα λυτρωμού, Μάνα μου, απ' άκρη σ' άκρη

και γύρευε μια χαρακιά να σκάσει στους αιθέρες.

 

   Κι άνοιξε, λες, σκαπάνη οργής τους τάφους των προγόνων

και μια φωνή απ' τα τρίσβαθα της ιστορίας καλούσε  

τους αετούς της λεβεντιάς  σε γλέντι εθνεγερσίας.

Αντροπατούσαν στις κορφές πιασμένες χέρι χέρι,

σαν αδερφάδες δίδυμες, δεξιά η Ιστορία

με κόμη δαφνοστόλιστη και ποικιλμένη εσθήτα

και στα ζερβά η Παράδοση έκανε το σταυρό της

σεμνή και λυγερόκορμη,  με κεντημένη μπόλια.

Κι απάνωθε κυμάτιζε –ω, θεία μετουσία!-  

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ σε λάβαρο πολέμου!

Ορκίστηκαν οι οπλαρχηγοί κι οι προεστοί του τόπου

και στα λαγκάδια αντήχησε της λεβεντιάς τραγούδι

«Τούρκος μη μείνει στο Μοριά μηδέ στον κόσμον όλο!».

Κι όσο τ' αγέρι φούντωνε της λευτεριάς τη φλόγα,

απ' τον Μοριά και τα νησιά πήραν φωτιά κι οι ράχες

της Ρούμελης και πιο ψηλά στην Πίνδο, ως τ' Αγιονόρι

κι όπου άγρυπνη κρυφόκαιγε του λυτρωμού η λαχτάρα.

Έβραζε ο τόπος στα βουνά, στις θάλασσες, στους κάμπους

και  μύριζες, Πατρίδα μου, μπαρούτι, φόνο, ελπίδα.

 

   Πώς να χωρέσει ο λογισμός το διάβημα θανάτου,

Ελλάδα πολυστέναχτη  και λεβεντογεννήτρα,

με λιανοντούφεκα, σπαθιά, ρόπαλα και σφεντόνες

ν’ αναμετριούνται οι Έλληνες, μια δράκα αναγκεμένοι,

και να νικούν τον Χάροντα στης λευτεριάς τ’ αλώνια!

Των Τούρκων η σκαιότητα ξεσήκωσε στη Δύση

τυφώνες αγανάκτησης κι εκεί στο Ναβαρίνο

κάτω απ' τη διαπρύσια βροντή των τηλεβόλων 

και τα πυκνά νέφη καπνού που σκέπασαν τον ήλιο,

με τους προστάτες, στον βυθό βούλιαξες τη δουλεία

κι υψώθηκε το λάβαρο  της ανεξαρτησίας.

 

   Έτσι, Ελλάδα Μάνα μου, του Πνεύματος κορόνα,

βγήκε του Γέρου του Μοριά αληθινός ο λόγος

πως ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά του τόπου

και δεν μπορούσε ν' αρνηθεί πια την υπογραφή Του!

 

Με εκτίμηση

Πόπη Σπιτά,  χ. του εκλιπόντος αντιστρατήγου Αναξαγόρα Σπιτά, φιλόλογος, ποιήτρια, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΕΛ)