Ορλωφικά και Εικοσιένα: Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις που εκδήλωσε το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Η πρώτη απέτυχε η δεύτερη θριάμβευσε. Γιατί; (Μέρος 1ο)

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ Ε.Α.

Ορλωφικά και Εικοσιένα:

Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις που εκδήλωσε το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας.

Η πρώτη απέτυχε η δεύτερη θριάμβευσε. Γιατί; (Μέρος 1ο)

Γράφει ο Νικόλαος Νικολάου Ταξίαρχος (ΠΖ) ε.α. - Πτυχιούχος στο τμήμα «Τουρκικών Μεσανατολικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών»/ ΕΚΠΑ με ειδίκευση στην Οθωμανολογία/Τουρκολογία, Αραβολογία και Ισλαμική Θεματολογία.

Όπως είναι γνωστό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης πορείας της, από την ίδρυσή της και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είχε να αντιμετωπίσει πολλές και ποικίλου χαρακτήρα εξεγέρσεις, που ξεκινούσαν από τα Βαλκάνια μέχρι τα βάθη της Ανατολίας, πέραν των συνεχών πολέμων με τους εξωτερικούς της εχθρούς. Κάθε εξέγερση είχε τις δικές της αιτίες, δυναμικές και στόχους και, αν επιχειρήσουμε περαιτέρω ανάλυση, κινδυνεύουμε να τις υπεραπλουστεύσουμε. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότερες (για να μην πούμε όλες), οφείλονταν στις παθογένειες που προκαλούσε η κακή διοίκηση (κεντρική και επαρχιακή). Γι’ αυτό και είχαν ως αιτήματα, άλλοτε για την μη πληρωμή των οφειλόμενων μισθών, άλλοτε για τις μη φοροελαφρύνσεις, άλλοτε για τη μη απόδοση δικαιοσύνης και άλλοτε ζητούσαν την αντικατάσταση κάποιου αξιωματούχου της Υψηλής Πύλης (πχ του Μεγάλου Βεζύρη – συχνό φαινόμενο) ή κάποιου επαρχιακού κυβερνήτη, που ασκούσε την εξουσία του τυραννικά. Άλλες πάλι εξεγέρσεις ξεσπούσαν από την επιθυμία κάποιου ισχυρού στρατιωτικού διοικητή να αυτονομηθεί από την κεντρική διοίκηση, όπως πχ ήταν και η περίπτωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ενώ άλλες είχαν ως φορείς μέλη της στρατιωτικής τάξης και τέλος, άλλες ήταν μεσσιανικής έμπνευσης και είχαν επικεφαλής σουφιστές (δερβίσηδες) και νομομαθείς (ουλεμά[1]). Κάποιες δε από τις εξεγέρσεις στρέφονταν άμεσα εναντίον του Οίκου της Οθωμανικής δυναστείας, απειλώντας τη νομιμοποίηση του και με αυτόν τον τρόπο υπονόμευαν άμεσα τα θεμέλια του και την ύπαρξη του ίδιου του οθωμανικού κράτους.

Στις περισσότερες περιπτώσεις το οθωμανικό κράτος δεν ερμήνευε τις παραπάνω εξεγέρσεις, ως αιτήματα για κοινωνική και οικονομική αλλαγή και να εφαρμόσει αντίστοιχα μέτρα για την αλλαγή της πολιτικής της, αλλά τις θεωρούσε, σχεδόν όλες, ως αντανάκλαση της δυσλειτουργίας της κυβέρνησης, μομφή εναντίον του ίδιου του σουλτάνου ή των κρατικών λειτουργών και μέσο για την επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Έτσι, για την αντιμετώπισή τους, η κεντρική εξουσία κατέφευγε στην παραδοσιακή λήψη μέτρων, όπως η ωμή χρήση βίας μέσω της στρατιωτικής καταστολής των ένοπλων κινημάτων, η τιμωρία των υπευθύνων, αλλά και η έκδοση διαταγμάτων (φιρμανιών) που χορηγούσαν αμνηστίες σε όσους εγκατέλειπαν τη δράση και επέστρεφαν στη νομιμότητα, ενώ συχνά δεν έλειπαν και οι προσπάθειες επίλυσης των ζητημάτων μέσω των διαπραγματεύσεων.

Με ανάλογο τρόπο εκφράστηκε η αντίδραση της Υψηλής Πύλης στην «εξέγερση - επανάσταση» που ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 από το Οίτυλο της Πελοποννήσου το 1770 (Ορλωφικά), επί βασιλείας του Σουλτάνου Μουσταφά Γ΄(30 Οκτωβρίου 1757 – 21 Ιανουαρίου 1774). Προκειμένου οι Οθωμανοί να αποκτήσουν την τάξη, επιστράτευσαν για μια ακόμη φορά τα παραδοσιακά μέτρα αντιμετώπισης των τοπικών εξεγέρσεων: κινητοποίηση του στρατιωτικού μηχανισμού και άμεση ένοπλη παρέμβαση, εντολή για κατάσχεση όλων των όπλων που βρίσκονταν στα χέρια των μη μουσουλμάνων και παραδειγματική τιμωρία των ηγετών του κινήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο προσέλαβαν οι Οθωμανοί την εν λόγω εξέγερση. Από διάφορες οθωμανικές και τουρκικές πηγές προκύπτει, ότι η Υψηλή Πύλη έβλεπε πίσω από αυτή την εξέγερση - επανάσταση, τον ρωσικό «δάκτυλο», λόγω του ομοδόξου με τους Ρωμιούς υπηκόους της, καθώς την εν λόγω χρονική περίοδο διεξαγόταν ένας από τους πιο σημαντικούς ρωσοτουρκικούς πολέμους, που άρχισε το 1768 και έληξε τον Ιούλιο του 1774 με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, με Σουλτάνο τον Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ (21 Ιανουαρίου 1774 – 7 Απριλίου 1789). Μάλιστα τόσο ο οθωμανός χρονικογράφος και ιστορικός της Υψηλής Πύλης της εποχής, Σαντουλλάχ Ενβερί Εφέντη, όσο και οι λοιποί οθωμανοί λόγιοι απέδωσαν την «ανταρσία» (όπως την ονόμασαν) του 1770 σε θρησκευτικούς λογους. Καθόλου άδικα, βέβαια, αφού στα τέλη του 18ου αιώνα, οι ιδέες της πολιτικής αυτοδιάθεσης και της εθνικής κυριαρχίας δεν υφίσταντο στο αφήγημα της εποχής, ούτε για τους Ρώσους, ούτε για τους Οθωμανούς, ακόμα ούτε και για τους ελληνορθόδοξους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά και αντίστροφα, το να νοηματοδοτήσουμε τον όρο «πατρίδα», στο όνομα της οποίας η Τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ καλούσε τους ελληνορθοδόξους να εξεγερθούν, με νεωτερικές ερμηνείες θα αποτελούσε έναν αναχρονισμό. Ο παραπάνω λοιπόν όρος υπονοούσε το αυτοκρατορικό ιδεώδες στη ρωσική εκδοχή της «πεφωτισμένης δεσποτείας» και όσοι αντραποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Τσαρίνας αυτοκράτειρας και πήραν τα όπλα εναντίον της έννομης τάξης, ανέμεναν έναν ομόδοξο ηγεμόνα να αντικαταστήσει τον αλλόθρησκο «Μεγάλο Σουλτάνο».

Αυτό που μένει ως συμπέρασμα από την επανάσταση του 1770, είναι ότι οι Έλληνες θα εγκαινιάσουν, μια μακρά πορεία αγώνων μέχρι το 1821, που θα τους φέρει πραγματικά αντιμέτωπους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Λάμπρος Κατσώνης, είκοσι χρόνια μετά, θα ξεκινήσει τον αγώνα του, ως Ρώσος αξιωματικός, στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1789-1793. Σχεδόν την ίδια εποχή, ο Ρήγας Βελεστινλής θα διατυπώσει, το συνθετικό πρόταγμα που συνδυάζει θεωρία και δράση, βυζαντινό σχέδιο και δημοκρατική πολιτειακή μορφή. Η Φιλική Εταιρεία τέλος θα κάνει το επόμενο αποφασιστικό βήμα. Η Επανάσταση θα αποτελέσει έργο των Ελλήνων αποκλειστικά, παρά την εχθρότητα όλων των μεγάλων δυνάμεων (πχ Ιερά Συμμαχία του Μέττερνιχ).

Οι Έλληνες, μετά την «εμπειρία» των Ορλωφικών και τις απογοητεύσεις που τους προκάλεσε η στάση των Ευρωπαίων, αποφάσισαν να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις.

Τελος τα «Ορλωφικά» έχουν διαστρεβλωθεί και υποτιμηθεί ως μια απλή ετερόφωτη κίνηση την οποία υποκίνησε το «ξανθό γένος», ξεχνώντας ότι, στη διάρκειά τους, οι Έλληνες, από την Κρήτη έως τη Μακεδονία, πραγματοποιούν επαναστατικές κινήσεις, χρησιμοποιώντας και ελπίζοντας στη ρωσική βοήθεια, κινήσεις στις οποίες συμμετέχουν ακόμα και οι βενετοκρατούμενοι Επτανήσιοι – το κίνημα, έλαβε τέτοιες διαστάσεις που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως την «πρώτη δυναμική επανάσταση του νέου ελληνισμού», μια γενική δοκιμή της Επανάστασης, που θα ακολουθήσει αργότερα, του 1821.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

DERINGIL, Selim. Η καλά προστατευόμενη επικράτεια: Ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Εκδόσεις, Παπαζήση. Αθήνα, 2003.

ZÜRCHER J Erik. Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Εκδόσεις, Αλεξάνδρεια. Αθήνα, 2004

ΜΟΙΡΑΣ, Λεωνίδας. Η ελληνική επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών. Εκδόσεις, Τόπος. Αθήνα, 2020.

ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ, Γιώργος. Τα «Ορλωφικά»: Η πρώτη Ελληνική Επανάσταση. HUFF POST, 25 Μαρτίου 2018. https://www.huffingtonpost.gr/entry/ta-orlofika-e-prote-ellenike-epanastase_gr_5ab50c17e4b054d118e23538 ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2022.

[1]Ουλεμά: Ο Ουλεμά ήταν ο «σοφός».Τίτλος καθαρά οθωμανικός και όχι ισλαμικός(αραβικός). Ήταν απόφοιτος των μεντρεσέδων (= «εκπαιδευτήριο». Ανώτερο ίδρυμα ισλαμικής εκπαίδευσης) και διπλωματούχος του ισλαμικού δικαίου, θεολογίας και της ιεράς παράδοσης και ερμηνευτής του Κορανίου. Σήμερα είναι γνωστός με τον τίτλο: «Μουφτής». Στο Ισλάμ αντιστοιχεί στον τίτλο: «νομοκανονολόγος».