ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1830 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1881

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Αντγος ε.α. - π. Δντης ΓΕΣ/ΔΙΣ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ 1830 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1881

   Γράφει ο Αντγος ε.α. Ιωάννης Γκουγκουστάμος

1.Η εδαφική επικράτεια και το πολίτευμα του νεοσύστατου κράτους.

Το Ελληνικό κράτος υπήρξε προϊόν του σκληρού πολέμου που διεξήγαγαν οι Έλληνες εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, καθώς και του συγκερασμού των επιδιώξεων των τριών μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, οι οποίες ανέλαβαν « εγγυήτριες» δυνάμεις (Όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον προστατευτικό ρόλο που αναλάμβαναν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία απέναντι στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, συνθήκες 1830 – 1832) της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και του μοναρχικού καθεστώτος της χώρας, δηλαδή της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.

Η έκταση του κράτους και το καθεστώς του υπήρξαν ζητήματα που καθόρισαν εν πολλοίς τόσο τις εσωτερικές εξελίξεις όσο και τις εξωτερικές σχέσεις για τα επόμενα πενήντα χρόνια.

Η περιορισμένη εδαφική επικράτεια του νέου κράτους συνέβαλε στην ανάπτυξη της Μεγάλης Ιδέας και των α λ υ τ ρ ω τ ι κ ώ ν α γ ώ ν ω ν του Έθνους για την απελευθέρωση και των άλλων Ελλήνων. Το μοναρχικό καθεστώς προκάλεσε την ανάπτυξη φιλελευθέρου κινήματος για την προαγωγή των συνταγματικών και κοινοβουλευτικών θεσμών.

  1. Ο αλυτρωτισμός

Το εθνικό όραμα της Μ ε γ ά λ η ς Ι δ έ α ς καθώς και του α λ υ τ ρ ω τ ι σ μ ο ύ, δηλαδή η εθνική πολιτική για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ιστορικών τόπων και την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δημιούργησαν ευρύτατη εθνική συναίνεση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ιστορικών ελληνικών τόπων. Υπήρξαν βεβαίως επικρίσεις για την άσκηση της αλυτρωτικής πολιτικής. Εκείνοι όμως που διαφωνούσαν – πολιτικοί όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ή δημοσιογράφοι, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης – συνιστούσαν μειοψηφία, ενώ οι φωνές τους χάνονταν στον ορυμαγδό που προκαλούσαν οι θιασώτες του αλυτρωτισμού.

Ο αλυτρωτισμός δέσποζε στον πολιτικό βίο της χώρας και επηρέαζε σοβαρά τα δημόσια πράγματα γενικώς, ήταν δε προϊόν της οργάνωσης του δημόσιου βίου της.

  1. Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης του κράτους.

Η Ελλάδα του 1830 ήταν μία χώρα 750.000 κατοίκων, με κατεστραμμένες τις παραγωγικές της υποδομές από τον δεκαετή πόλεμο που είχε προηγηθεί. Ο εμπορικός στόλος των τριών ναυτικών νησιών, της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών είχε υποστεί σοβαρότατες ζημιές. Οι περισσότεροι ελαιώνες είχαν καταστραφεί και τα εγγειοβελτιωτικά έργα είχαν παραμεληθεί, με συνέπεια οι χείμαρροι να παρασέρνουν τα εύφορα εδάφη. Οι συγκοινψνίες εκτελούνταν με δυσκολία, αφού είχαν αφανισθεί τα υποζύγια και είχαν καταστραφεί πολλές γέφυρες.

Ο Όθων έφερε μαζί του από τη Βαυαρία και τις άλλες γερμανικές χώρες πλήθος συμβούλων, επιστημόνων και καλλιτεχνών, για να οικοδομήσει τη νέα χώρα σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, αλλά και του κλασικισμού που δέσποζε στις προτιμήσεις. Η νομοθεσία, η διοίκηση, η δημόσια εκπαίδευση, οι δημόσιες υπηρεσίες, η πολεοδομία της νέας πρωτεύουσας και τα μνημειακά κτίριά της μαρτυρούν αξιόλογο επιτελείο νομομαθών, οικονομολόγων, στρατιωτικών, αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών. Σε ορισμένους τομείς, κυρίως στη διοίκηση, πέτυχαν στο έργο τους. Σε άλλους τομείς ιδίως στην οικονομία και την ασφάλεια δεν φάνηκαν ανάλογα αποτελέσματα. Η ανεπάρκεια διαθέσιμων κεφαλαίων, η αδυναμία της χώρας να διανείμει τις εθνικές γαίες στους αγρότες, επειδή αυτές ήταν υποθηκευμένες για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων των εθνικών δανείων που είχαν συναφθεί κατά τον Αγώνα, η επιπολάζουσα ληστεία, την οποία συντηρούσαν η αλυτρωτική πολιτική και οι άτακτοι του Αγώνα από τους αλύτρωτους ιστορικούς τόπους που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, ο αναλφαβητισμός και η δεισιδαιμονία δεν επέτρεπαν στη χώρα να αναπτυχθεί.

  1. Η Επανάσταση της 3ηςΣεπτεμβρίου 1843.

Τον αρχικό γενικό ενθουσιασμό για τον νεαρό ηγεμόνα από τη Βαυαρία σκίασε αργότερα η διάχυτη δυσαρέσκεια ορισμένων κύκλων, οι οποίοι έκριναν πως θίγονται τα συμφέροντά τους από την πολιτική της βασιλικής κυβέρνησης. Πολλοί από τους παλαιούς άρχοντες, οι οποίοι είχαν εν πολλοίς διατηρήσει ή και ενισχύσει την προεπαναστατική τους επιρροή και δύναμη κατά την διάρκεια του Αγώνα, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους, διότι βρέθηκαν παραγκωνισμένοι από τα δημόσια πράγματα. Τα συντηρητικά αυτά στοιχεία συμμάχησαν κατά της απόλυτης μοναρχίας με φιλελεύθερους πολιτικούς και διανοούμενους, οι οποίοι δυσανασχετούσαν με την άρνηση του μονάρχη να παραχωρήσει Σύνταγμα. Συντηρητικοί κύκλοι της Εκκλησίας εξάλλου καλλιέργησαν στον λαό τη δυσαρέσκεια για την πράξη της ανακήρυξης του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος – Το εκκλησιαστικό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο, από το 1833 και εξής, η εκκλησία της Ελλάδας απολαύει διοικητικής αυτονομίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε το Αυτοκέφαλο το 1850 μαζί με άλλες μεταγενέστερες ρυθμίσεις – και τη διοικητική της αποδέσμευση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία του δημόσιου βίου υποχρέωσαν τον Όθωνα, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, διά της στρατιωτικής φρουράς της Αθήνας, να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση και να παραχωρήσει Σύνταγμα. Ήταν η αφετηρία του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας.

Με την επικράτηση της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, όπως αποκλήθηκε το στρατιωτικό αυτό κίνημα, επανήλθαν στα πράγματα οι παλαιοί άρχοντες, ενδεδυμένοι τον κοινοβουλευτικό μανδύα και πανίσχυροι. Δεν ήταν όμως τόσο ισχυροί απέναντι στον μονάρχη όσο απέναντι στο λαό, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη σταθερών πολιτικών κομμάτων, που θα εξασφάλιζαν ομαλό πολιτειακό βίο και ουσιαστικό έλεγχο της βασιλικής εξουσίας. Το Σύνταγμα του 1844, ένα από τα πιο φιλελεύθερα Συντάγματα της εποχής, δεν κατοχύρωνε τη λαϊκή κυριαρχία, επειδή δεν υπήρχαν σταθεροί πολιτικοί σχηματισμοί, για να εξασφαλίσουν την άσκηση της εξουσίας από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου.

  1. H κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας.

Χρειάσθηκε νέο Σύνταγμα, αυτό του 1864, αμέσως μετά την έλευση του νέου ηγεμόνα της χώρας, του Γεωργίου Α΄ των Γλυξβούργων (Δυναστεία η οποία βασίλεψε κατά διαστήματα από το 1864 μέχρι το 1967) της Δανίας, κυρίως όμως χρειάσθηκαν οι πολιτικοί αγώνες του πρώτου μεγάλου κοινοβουλευτικού άνδρα της χώρας, του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος υποχρέωσε τον Γεώργιο να αποδεχθεί επίσημα ότι θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που είχε τη «δεδηλωμένη εμπιστοσύνη» του κοινοβουλίου. Η αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης (θεμελιώδης αρχή λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος, την οποία εισήγαγε στην Ελλάδα ο Χ. Τρικούπης το 1975. Βάσει της αρχής αυτής, το κόμμα που πλειοψηφεί στις εκλογές θα πρέπει, για να κυβερνήσει, να έχει εξασφαλισμένη – δεδηλωμένη την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής) αφενός υποχρέωσε τον ανώτατο άρχοντα να σέβεται τη λαϊκή ετυμηγορία και συνεπώς τη λαϊκή κυριαρχία και αφετέρου συνέβαλε, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, στην ανάπτυξη των εκλογικών πολιτικών σχηματισμών που διαχειρίζονταν έως τότε την εξουσία σε πολιτικά κόμματα με σταθερές αρχές και προγράμματα. Ανεξάρτητη και κοινοβουλευτική , η Ελλάδα της εποχής (1830-1881) κέρδιζε αργά πολύ αργά, μία θές.η στη χορεία των ανεξάρτητων εθνικών κρατών.

Το παλαιό καθεστώς των αρχόντων που είχε αναπτυχθεί στα χρόνια της ξένης κυριαρχίας και του αγώνα έφθινε και μία νέα γενιά ανδρών έπαιρνε τη θέση τους. Το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (ιδρύθηκε το 1837) έδωσε στον τόπο μία εγχώρια πολιτική ηγεσία και διανόηση που μπορούσε να αναμετρηθεί επάξια με ηγεσίες ισχυρότερων και παλαιότερων χωρών. Στη διανόηση αυτής της εποχής ανήκει ο κορυφαίος εθνικός ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ο οποίος υπήρξε από τους βασικότερους αρχιτέκτονες του σύγχρονου ελληνικού έθνους, .θεμελιώνοντας την πολιτιστική συνέχεια του έθνους αυτού στον χώρο και τον χρόνο, με αδιάσειστο επιχείρημα την αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού.

6.Τα κυριότερα εθνικά γεγονότα της πεντηκονταετίας 1830-1881

22 Φεβ.1841: Εξέγερση στην Κρήτη καταστέλλεται από τους Τούρκους

1854-1856: Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου πραγματοποιούνται και καταστέλλονται εξεγέρσεις κατά των Τούρκων σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία. Κατοχή του Πειραιά από τον Αγγλογαλλικό στόλο ως αντίποινα για την υποκίνηση των εξεγέρσεων.

23 Σεπ. 1863: Η Ιόνιος Βουλή ψηφίζει την ένωση της επτανήσου με την Ελλάδα.

21 Μαϊ. 1864: Υπογράφεται η επίσημη πράξη της Ένωσης της Επτανήσου.

1866-1869: Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση (8 Νοε. 1866 το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου).

1878: Η Κύπρος παραχωρείται από τον σουλτάνο με μυστικό πρωτόκολλο στην Αγγλία.

1881: Ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου

7.Το ιστορικό άρθρο του Χαρ. Τρικούπη «τις πταίει;» (εφ. Καιροί, φυλ.29-06-1974). «ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ;»

Αφ΄ ότου κατά το 1868 εγκαθιδρύθη η αρχή των κυβερνήσεων της μειοψηφίας, παν νέον βήμα της εξουσίας μαρτυρεί περί του σκοπού εις ον αύτη αποβλέπει. Αψευδής απόδειξις του διενεργούμενου σχεδίου και αι άρτι διεξαχθείσαι βουλευτικαί εκλογαί. Kαλούνται εις την εξουσία κυβερνήσεις αποκρουόμεναι παρά της πλειοψηφίας του Έθνους, χορηγείται εις αυτάς η διάλυση της βουλής και συνάμα παν μέσον επηρεασμού των συνειδήσεων του λαού και νοθεύσεως των εκλογών, και λέγομεν ύστερον ότι πταίει ο λαός διά την τοιαύτην κατάστασιν. Τι δύναται ο λαός κατ΄αυτής; Ουδέν άλλο ή να επαναστατήση. Αλλά τις ο δυνάμενος να κατακρίνη ευλόγως τον λαόν, διότι την επανάστασιν θεωρεί ως έσχατον καταφύγιον, και πριν ή προσέλθη εις αυτήν ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα; Αν δεν πταίει ο λαός, πταίουν οι πολιτευόμενοι, λέγουσιν οι άλλοι, και η εξαχρείωσις αυτών ευθύνει το Έθνος, αφού ούτοι εις το Έθνος ανήκουσιν. Απαντώμεν ότι η διαγωγή των πολιτευομένων θα ηύθυνε το Έθνος, αν η Ελλάς αυτοδιοικείτο, αλλ΄αφού δια της διαστροφής του Συντάγματος και της εικονικότητος της Βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάς ως μοναρχία απόλυτος, επόμενον ήτο να καταστώσι και οι πολιτευόμενοι οποίους διαπλάττει αυτούς το νόθον καθεστώς. Όστις των πολιτευομένων δεν ασπάζεται το γινόμενα ουδέν άλλο δύναται να πράξη ή να παύση πολιτευόμενος, αφού και το παρ΄ημίν καθεστώς ουδέν υφίσταται δι΄αυτού στάδιον εννόμου και εντίμου ενεργείας. Οι πολιτευόμενοι είνε πλάσματα του επικρατούντος εν τη πολιτεία στοιχείου, το δε Έθνος ου μόνον δεν είνε το επικρατούν στοιχείον εν τη πολιτική, αλλ΄ εικονικήν μόνον έχει μετοχήν εις αυτήν.