Η απόβαση στη Σμύρνη του Ελληνικού Στρατού τον Μάιο του 1919: η έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Ταξίαρχος ε.α.

Lloyd George: «Έχετε διαθέσιμες δυνάμεις;»

Ελευθέριος Βενιζέλος: «Έχουμε. Για ποιό σκοπό;»

Lloyd George: «Ο Πρόεδρος Wilson, ο κ. Clemenceau κι εγώ αποφασίσαμε πως πρέπει να καταλάβετε τη Σμύρνη».

Ελευθέριος Βενιζέλος: «Είμαστε έτοιμοι».[1]

Στις 14 Μαΐου 1919, συμμαχικά αγήματα, υπό τις διαταγές του Βρετανού Ναυάρχου Calthorpe, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, στα ανατολικά παράλια της Τουρκίας. Ο Calthorpe ενημέρωσε πάραυτα τον Τούρκο Βαλή της πόλης σχετικά με τις προθέσεις των Συμμάχων της Αντάντ. Οι άνδρες του έθεσαν υπό έλεγχο τις αμυντικές οχυρώσεις της πόλης και ανέλαβαν τη φύλαξη των ξένων προξενείων. Προς το τέλος της ημέρας διαδόθηκε η είδηση πως το ελληνικό σώμα κατοχής βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν. Άλλωστε, η Σμύρνη ήταν η προεξέχουσα ελληνική πολιτιστική και εμπορική πόλη της Ανατολής.

 Όταν το κίνημα της εθνικής αντίστασης των Τούρκων, άρχισε να αναπτύσσεται στην Ανατολία, βασικός του αντίπαλος αποδείχθηκε όχι η Μεγάλη Βρετανία ή η Γαλλία, αλλά η Ελλάδα. Με ισχυρή βρετανική υποστήριξη, η Ελλάδα έλαβε εντολή να καταλάβει την περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, στις 19 Μαΐου 1919. Τα επόμενα χρόνια, η ελληνική προέλαση στη Μικρά Ασία θα έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις. Η αιτία γι’ αυτό μπορεί να ανιχνευθεί στον τρόπο που οι δυνάμεις της Αντάντ διεξήγαγαν τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι διαπραγματεύσεις δεν έγιναν με τις ηττημένες χώρες – οι όροι της ειρήνης τους υπαγορεύτηκαν από τους νικητές – αλλά ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια σειρά από, εν μέρει, αλληλοσυγκρουόμενες συμφωνίες και υποσχέσεις στις οποίες είχαν δώσει κατά τη διάρκεια του πολέμου και έπρεπε τώρα να συμβιβαστούν. Κάτι τέτοιο όμως απαιτούσε χρόνο. Τόσο χρόνο πράγματι, που όταν η Αντάντ τελικά υπαγόρευσε τους εξαιρετικά σκληρούς όρους της ειρήνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον Αύγουστο του 1920, η αποστράτευση μετά το τέλος του πολέμου την είχε στερήσει από τα μέσα να τους επιβάλλει. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες, με την καθοδήγηση του Βενιζέλου, που προσφέρθηκαν να ενεργήσουν ως ο ισχυρός στρατιωτικός άξονας της Αντάντ και να διεξάγουν Επιχειρήσεις Υποστήριξης Ειρήνης, θα λέγαμε σήμερα, προκειμένου να υποχρεώσουν το τουρκικό κίνημα αντίστασης του Κεμάλ, να αποδεχτεί τους όρους της ειρήνης[2].

Πως βρέθηκε, όμως, ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη; Η υπόθεση της Σμύρνης αναδύθηκε στην επιφάνεια χάρη σε ένα μοιραίο συνδυασμό: την επιθυμία του συνασπισμού της Αντάντ να προσδέσει την Ελλάδα στο δικό του άρμα και την εμμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου να ευθυγραμμιστεί με αυτόν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση της Σμύρνης διέθετε όλες τις προδιαγραφές προκειμένου να λειτουργήσει ως «δόλωμα». Ένα «δόλωμα», το οποίο θα επέτρεπε, ενδεχομένως, στον Βενιζέλο να μεταπείσει τον βασιλέα Κωνσταντίνο κάνοντάς τον να αποδεχθεί την πρόταση των Συμμάχων.

Οι πρώτοι μήνες του πολέμου υπήρξαν μια περίοδος έντονης διπλωματικής κινητικότητας για όλα τα εμπλεκόμενα κράτη. Τόσο ο συνασπισμός της Αντάντ, όσο και εκείνος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών είχαν επιδοθεί σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού περιφερειακών κρατών. Αντικειμενικός στόχος των δυνάμεων της Αντάντ ήταν να πείσουν μια ή και περισσότερες χώρες της Βαλκανικής να προστρέξουν σε βοήθεια της ευρισκόμενης υπό αυστριακή επίθεση και άσχημα δοκιμαζόμενης, τότε, Σερβίας. Για να πετύχουν, όμως, κάτι τέτοιο, έπρεπε να προτείνουν κάποιο αντίτιμο, υπό τη μορφή εδαφικών ανταλλαγμάτων. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ο προαλειφόμενος, για κάτι τέτοιο, χώρος, βρισκόταν προς βορρά (π.χ. Ανατολική Θράκη), και φάνταζε ως φυσική προέκταση των προσαρτήσεων της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων. Αυτό όμως ερχόταν σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντα της Βουλγαρίας, στο ποσοστό, κατά το οποίο οι Σύμμαχοι προσδοκούσαν και τη δική της προσχώρηση ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, την τήρηση ευμενούς ουδετερότητας έναντι του πολέμου. Ως εκ τούτου, μοναδική προσφερόμενη εναλλακτική λύση ήταν η Μικρά Ασία. Η παρέμβαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων απάλλαξε τους Συμμάχους από κάθε είδους αναστολές. Ήταν, πλέον, σε θέση να προσφέρουν στους Έλληνες τουρκικό έδαφος. Έτσι έχει το ιστορικό της ασυνήθιστης προσφοράς προς την τελευταία, στην οποία προέβη στις 23 Ιανουαρίου 1915 ο υπουργός Εξωτερικών της Μεγ. Βρετανίας, Sir Edward Grey.

Οι διαφοροποιήσεις ωστόσο, του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου οδήγησαν στη διαίρεση του ελληνικού λαού και στον επονομαζόμενο «Εθνικό Διχασμό».[3] Την επομένη των επιτυχιών των Συμμάχων στο μακεδονικό μέτωπο, ο Βενιζέλος εκπροσώπησε την Ελλάδα στις εργασίες του Συνεδρίου της Ειρήνης στο Παρίσι. Τότε ακριβώς καθορίστηκε η μοίρα των ηττημένων, έπειτα από μήνες ολόκληρους εντατικών διαπραγματεύσεων. Μεταξύ των ηττημένων συγκαταλεγόταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία περιέκλειε το μεγάλο τρόπαιο, που ο Έλληνας πρωθυπουργός προόριζε για τη χώρα του: τη Σμύρνη.

Πάντως με δεδομένη την πατροπαράδοτη ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, θα περίμενε κανείς επίδειξη μεγαλύτερης μέριμνας εκ μέρους των Συμμάχων της Αντάντ για μια ειρηνική κατοχή της Σμύρνης. Θα μπορούσαν, λ.χ., να αναθέσουν την τελευταία σε μια μεικτή δύναμη, αποτελούμενη από Βρετανούς, Γάλλους, Αμερικανούς και Ιταλούς. Τα πράγματα προσέλαβαν διαφορετική τροπή. Το αποτέλεσμα, που προέκυψε, ήταν ταραχές και σκοτωμοί μέσα στους δρόμους της Σμύρνης.

Η επικύρωση της ελληνικής εντολής εκκρεμούσε ενόψει της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την οποία χρειάστηκε να παρέλθει άνω του ενός έτους έως ότου λάβει χώρα, τον Αύγουστο του 1920, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα η διεθνής κατάσταση είχε αλλάξει και είχε επιδεινωθεί για την Ελλάδα, καθιστώντας αδύνατη την επικύρωση της συνθήκης. Η πλειοψηφία της βρετανικής στρατιωτικής ηγεσίας θεωρούσε την ελληνική εντολή ως ασύμφορη. Ανάλογη υπήρξε και η στάση των αμερικανικών διπλωματικών και στρατιωτικών υπηρεσιών. Με την πάροδο του χρόνου κατέστη σαφές πως, σε αυστηρά πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, οι Γάλλοι θα επέλεγαν τους Τούρκους και όχι τους Έλληνες. Όσο για τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί από τη διαδικασία της εκχώρησης της εντολής προς την Ελλάδα, καιροφυλακτούσαν, προκειμένου να υπονομεύσουν την ελληνική κατοχή.

Από τουρκικής πλευράς ήταν επόμενο να κυριαρχεί μια αίσθηση εθνικής ταπείνωσης. Το καλοκαίρι του 1919, ο Κεμάλ, ο οποίος είχε σταλεί ως επιθεωρητής του στρατού στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, εγκαινίασε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης των καταλοίπων του τουρκικού στρατού, αποστασιοποίησης από τις θέσεις της επίσημης κυβέρνησης και αναπτέρωσης του ηθικού προς την κατεύθυνση ενός αγώνα ανεξαρτησίας και αποτίναξης της ελληνικής παρουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν η «μικρή» Ελλάδα να ξεκινήσει έναν αιματηρό πόλεμο, χωρίς συμμάχους, μόνη της, ο οποίος κατέληξε στη συντριπτική ήττα της, κατά κράτος, το 1922 με τις γνωστές συνέπειες για τον Ελληνισμό

[1] Ημερολόγιο Ελευθερίου Βενιζέλου (6-19 Μαΐου 1919), περιοδικό Ταχυδρόμος, τεύχη αρ. 788-781, Αθήνα, 16 Μαΐου-6 Ιουνίου 1969. Ο Βενιζέλος σπανίως τηρούσε ημερολόγιο. Στο συγκεκριμένο, αναφέρει πως “μετά το δείπνο, αποφάσισα να γράψω όλα αυτά σε ένα χαρτί, καθώς πρόκειται για ζητήματα υψίστης σημασίας για το μέλλον του έθνους και, ει δυνατόν, να συνεχίσω την καταγραφή σε ημερολόγιο έως το πέρας της κρίσης”.

[2] ZÜRCHER Erik. Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας. Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια. Αθήνα, 2004. Σελ. 195-196

[3] ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ Γεώργιος. 1915: Ο Εθνικός Διχασμός Εκδόσεις Πατάκης. Αθήνα, 2015 και του ίδιου: Μετά το 1922: Η παράταση του Διχασμού Εκδόσεις: Πατάκης. Αθήνα, 2017.