Απολογισμός συνταξιούχου Στρατιωτικού

Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Υποστράτηγος ε.α.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ

Γράφει ο Υπτγος ε.α. Νικόλαος Ζαρκάδας

 

Κατά την διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας {2010 – 2020} οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και ιδιαίτερα οι στρατιωτικοί υπέστησαν σοβαρές και αλληλεπάλλες μειώσεις και κρατήσεις τόσον στη βασική τους σύνταξη όσον και στο μέρισμα και βοήθημα των Μετοχικών τους Ταμείων.

Συγκεκριμένα˙

Με τον νόμο 3865/2010 {ΦΕΚ 120 Α΄} θεσπίστηκε από 1.8.2010 Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων {ΕΑΣ} για τις συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.400 ευρώ. Η μηνιαία παρακράτηση καθορίστηκε από 3% έως 10% {άρθρο 11} και στη συνέχεια με τον νόμο 4002/2011 {ΦΕΚ 180 Α΄} οι συντελεστές αυξήθηκαν από 1.8.2011 και καθορίστηκαν από 3% έως 14% {παρ. 13 άρθρου 2}. Μια κράτηση, η οποία παρά την δικαστική απόφαση κατάργησης από 10.2.2017 {ΕλΣ 244/2017} παραμένει και ισχύει, μέχρι σήμερα, όπως καθορίστηκε από 1.1.2019 με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου {ΕλΣ 1477/2021}.

Με τον νόμο 3986/2011 {ΦΕΚ 152 Α΄} από 1.1.2010 επιβλήθηκε στα εισοδήματα άνω των 1.200 ευρώ των φυσικών προσώπων Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης {ΕΕΑ} {άρθρο 29}. Η παρακράτηση αυτής ενώ αρχικά είχε καθορισθεί σε ποσοστά από 1% έως 4% στη συνέχεια αναπροσαρμόστηκε σε 2,2% έως 10%. Ενώ στον ιδιωτικό τομέα από 1.1.2021 έχει ανασταλεί η εφαρμογή της, στο δημόσιο παραμένει και ισχύει, μέχρι σήμερα.

Με τον νόμο 4024/2011 {ΦΕΚ 226 Α΄} για τους συνταξιούχους του Δημοσίου καθορίζεται από 1.11.2011, ότι μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας σύνταξής τους, που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ {παρ. 10α άρθρου 1}.

Με το νόμο 4051/2012 {ΦΕΚ 40 Α΄} καθορίστηκε ότι “από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου γενικά αναπροσαρμόζεται με μείωση 12% το ποσό της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.300 ευρώ” {παρ. 1α άρθρου 1}.

Με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 {ΦΕΚ 222 Α΄} οι στρατιωτικοί από 1.8.2012 υπέστησαν τριπλό οικονομικό πλήγμα. Μειώθηκαν τόσον οι συντελεστές προσδιορισμού του βασικού μισθού των βαθμών της στρατιωτικής ιεραρχίας, όσον και η βάση διαμόρφωσης αυτών {παρ. 31 υποπ. Γ}. Καταργήθηκαν τα επιδόματα των εορτών και της αδείας {υποπ. Β4 παρ. Β3}. Θεσπίστηκε κράτηση επί της μηνιαίας σύνταξης ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων από 5% έως 15% {υποπ. Β3}.

Μια κράτηση επί των μερισμάτων και βοηθήματος, η οποία συνεχίζεται και σήμερα, παρά του ότι οι σχετικές διατάξεις, με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων έχουν κριθεί αντισυνταγματικές και συνεπώς ανίσχυρες να εφαρμόζονται.

Αθροίζοντας τα παραπάνω, ήτοι μειώσεις, εισφορές, κρατήσεις και καταργήσεις, καταλήγουμε ότι η γενική μείωση της σύνταξης των στρατιωτικών υπερβαίνει το 50%, με άμεση συνέπεια την ανεπάρκεια αυτής για την αντιμετώπιση του κόστους μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Στη συνέχεια έρχεται ο νόμος 4387/2016 {ΦΕΚ 85 Α΄} με τον οποίο καθορίστηκε ότι η σύνταξη αποτελείται από δύο βασικά τμήματα, ήτοι την βασική συγκεκριμένου και ίδιου ποσού για τους έχοντες πάνω από είκοσι έτη ασφάλισης – υπηρεσίας και την ανταποδοτική {άρθρο 8} υπολογιζόμενη ως ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών.

Για την αναπροσαρμογή των συντάξεων {άρθρο 14} καθορίστηκε ότι θα συνεχίσει από 1.1.2019 να καταβάλλεται η σύνταξη στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014 με τον καθορισμό ως τρίτο συμπληρωματικό τμήμα αυτής την αποκαλούμενη “προσωπική διαφορά”.

Η προσωπική διαφορά δεν αποτελεί μέρος της σύνταξης, αλλά χρηματικό ποσό, το οποίο χορηγείται και προστίθεται ή αφαιρείται, προκειμένου η σύνταξη να διατηρείται σταθερή στο ύψος της 31.12.2014. Κάθε αύξηση γίνεται μόνον επί του τμήματος της ανταποδοτικής και ισόποσα μειώνει την προσωπική διαφορά με συνέπεια θετική αύξηση να παρέχεται μόνον μετά τον μηδενισμό της προσωπικής διαφοράς.

Η αναπροσαρμογή των συντάξεων έγινε με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της 31.12.2014, ήτοι έμμεσα διατηρήθηκαν σε ισχύ όλες οι μειώσεις και εισφορές των προηγούμενων νόμων, παρά τις δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες οι σχετικές διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές. {ΣτΕ 2192/2014}.

Η δίκαιη και νόμιμη αναπροσαρμογή της σύνταξης των στρατιωτικών έπρεπε να γίνει με τις συντάξιμες αποδοχές της 31.7.2012 ήτοι όπως διαμορφώθηκαν μετά την ισχύ και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 50 και 51 του νόμου 3205/2003 {ΦΕΚ 297 Α΄}.

Πλέον της άδικης αυτής αναπροσαρμογής, με τον νόμο 4472/2017 {ΦΕΚ 74 Α΄} προστέθηκε {άρθρα 123 – 127} μια νέα αδικία μείζονα, ήτοι η αποδέσμευση των συντάξεων από τις αποδοχές του Ειδικού Μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας κατά παράδοση του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων {Π.Δ.169/2007 – ΦΕΚ 210 Α΄}.

Μετά από τα παραπάνω έρχεται και ο τελευταίος ασφαλιστικός νόμος 4670/2020 {ΦΕΚ 43 Α΄}, ο οποίος τροποποιεί και συμπληρώνει τις διατάξεις του προηγούμενου 4387/2016, πλην όμως νομιμοποιεί όλες τις περικοπές και διατηρεί όλες τις βασικές αρχές του. Μετέβαλε βέβαια και αύξησε τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους είχαν περισσότερα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας – ασφάλειας, πλην όμως για τους περισσότερους χωρίς κανένα ουσιαστικό και πρακτικό αποτέλεσμα, αφού η αύξηση, που χορηγήθηκε απορροφήθηκε από την προσωπική διαφορά με συνέπεια στο πληρωτέο ποσό να μην εμφανισθεί ουδεμία αύξηση ή διαφορά.

Μετά την παραπάνω περιγραφή και την αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων καταδεικνύεται ότι οι παλαιοί συνταξιούχοι στρατιωτικοί είναι “υπό διωγμόν” δεδομένου ότι˙

Οι μειώσεις των συντάξεων της μνημονιακής δεκαετίας ουδέποτε καταργήθηκαν και ουδέποτε επανήλθαν ή αποκαταστάθηκαν οι συντάξιμες αποδοχές τους.

Η μη νόμιμη κράτηση επί του μερίσματος και του βοηθήματος συνεχίζεται, όπως και η κατάργηση των δώρων.

Η ανταποδοτική σύνταξη από 1.1.2019 υπολογίστηκε επί των συντάξιμων αποδοχών της 31.12.2014 και όχι επί των πραγματικών της 31.7.2012.

Επινοήθηκε και εφαρμόζεται η προσωπική διαφορά.

Τέλος, καθορίστηκε και ισχύει η αποδέσμευση των συντάξεων από τις αποδοχές των εν ενεργεία στελεχών.

Σήμερα, η διατήρηση σε ισχύ και η εφαρμογή ανίσχυρων νομοθετικών διατάξεων δεν συνάδει με τις αρχές του κράτους δικαίου και οπωσδήποτε με τις αρχές της δικαιοσύνης, της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ιδιαίτερα με την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου.